Η συγγραφέας αυτού του βιβλίου έζησε με τον Νίκο Καζαντζάκη τριάντα ολόκληρα χρόνια. ‘Ηταν γι’ αυτόν σύντροφος και σύζυγος, συμπαραστάτης και βοηθός, φίλος και συνοδοιπόρος. Ήταν, όπως ο ίδιος λέγει, “το εφταγύναικο, το εφταπέτσινο σκουτάρι της ζωής του που καμιά σαγίτα δεν το περνάει”.
Γνώρισαν μαζί εύτυχες ώρες χαράς, όμως δεν ήσαν λίγες και οι αντιξοότητες που αντιμετώπισαν. Τα χρόνια τής Αίγινας με την πείνα της κατοχής αλλά και με τις απλές συγκινήσεις και την αδιάκοπη δουλειά, τα χρόνια της Αντίμπ με τις αντιδράσεις αλλά και με τη δημιουργική ευφορία, άλλα χρόνια ταξιδιών κι αναζητήσεων κι άλλες περιστάσεις δραματικές, γνωστές και άγνωστες ακόμη, σφυρηλάτησαν μια άκρα ενότητα και ταύτιση ανάμεσα στον σκληροτράχηλο κοσμογυρισμένο μονιά και στην “εύθραυστη” αλλά και θαρραλέα Αθηναία, που τον συντρόφεψε με πίστη στη ζωή και αποτελεί, μετά το θάνατό του, μια ζωντανή προέκταση και επιβίωσή του.
Η συμβίωση Ελένης και Νίκου Καζαντζάκη ήταν μια αέναη αλληλοαναζωογόνηση, μια ευλογία. Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης σε μια αφιέρωσή του: “Στο εφταγύναικό μου την Ελένη. Είμαι μια ηλεχτρική εγκατάσταση κι είστε το ηλεχτρικό ρεύμα· αν κοπεί, χάθηκα”. Και στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα “Αναφορά στον Γκρέκο”, απευθυνόμενος στον μεγάλο πρόγονό του Ελ Γκρέκο λέγει: “Είχαμε καλή γυναίκα, εσένα την έλεγαν Χερώνυμα, εμένα Ελένη. Τι τύχη ήταν ετούτη, παππού μου! Πόσες φορές, κοιτάζοντάς τις, δεν είπαμε κι οι δυο από μέσα μας: ‘Βλογημένη να ‘ναι η ώρα που γεννηθήκαμε!'”
Αποτελεί η αναγνώριση αυτή για την Ελένη το πιο άξιο έπαθλο. Αλλά το έπαθλο γεννά καινούριο χρέος και το βιβλίο τούτο είναι ουσιαστικά μια νέα έκφραση χρέους προς τον οικουμενικό συγγραφέα της νεώτερης Ελλάδας και προς τους μελετητές του έργου του. Εκείνη τον γνώρισε καλύτερα από τον καθένα, τον έζησε. Και τον απεικονίζει με το λιτό και λυρικό συνάμα ύφος της, με το αναλυτικό και περιεκτικό γράψιμό της, με χάρη και πληρότητα. Μέσα από τις σελίδες του αποκαλυπτικού τούτου βιβλίου με τα άγνωστα ως τώρα κείμενα
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.